-
1 δώτωρ
δώτωρ, ορος, ὁ, der Geb er; Homer einmal, Odyss. 8, 335 Ἑρμεία Διὸς υἱὲ διάκτορε, δῶτορ ἑάων; vgl. δωτήρ und δοτήρ; –. Hom. h. 17, 12 χαῖρ, Ἑρμῆ χαριδῶτα, διάκτορε, δῶτορ ἐάων; 29, 8 Ἀργειφόντα, Διὸς καὶ Μαιάδος υἱέ, ἄγγελε τῶν μακάρων, χρυσόῤῥαπι, δῶτορ ἐάων; Lucian. Cronosol. 14 ϑυόντων Διὶ πλουτοδότῃ καὶ Ἑρμῇ δώτορι καὶ Ἀπόλλωνι μεγαλοδώρῳ, – Theogn. 134 ϑεοὶ τούτων δώτορες ἀμφοτέρων.
Перевод: со всех языков на немецкий
с немецкого на все языки- С немецкого на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий